- κοσμοπληθής
- κοσμο-πληθής, ές,A filling the world,
κατακλυσμός LXX 4 Ma.15.31
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακλυσμός LXX 4 Ma.15.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμοπληθής — κοσμοπληθής, ές (Α) αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] … Dictionary of Greek
κοσμοπληθεῖ — κοσμοπληθής filling the world masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοσμοπληθής filling the world masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek